προφανοῦς

προφανοῦς
προφανής
foreseen
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προφανής — ές, ΝΜΑ [προφαίνω] καταφανής, ολοφάνερος (α. «οι κίνδυνοι που προέρχονται από την εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής είναι προφανείς» β. «ήμῑν προφανή», Πλάτ. γ. «ἐκ τοῡ προφανέστατου», πάπ.) αρχ. 1. αυτός που έχει φανεί τί είναι εκ τών προτέρων,… …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • περίνοια — ἡ, ΜΑ [περίνους] 1. σύλληψη με τον νου, κατανόηση («οὐ γὰρ οἶόν τε ἄλλως ἐν περινοίᾳ θεοῡ γενέσθαι», Γρηγ. Ναζ.) 2. επιδεικτική γνώση, δοκησισοφία («μόνην τε πόλιν διὰ τὰς περινοίας εὖ ποιῆσαι ἐκ τοῡ προφανοῡς μὴ ἐξαπατήσαντα ἀδύνατον», Θουκ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • Φρις, Γιάκομπ Φρίντριχ — (Fries). Γερμανός φιλόσοφος (Μπάρμπι, Σαξονία 1773 – Ιένα 1834). Αναθρεμμένος σε περιβάλλον πιετιστών, μπήκε σε ηλικία 19 ετών στο σεμινάριο Βιέσκι της Μοραβίας, γρήγορα όμως, όπως εξομολογείται ο ίδιος, η προσωπική εμπειρία και η μελέτη της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”